σουλφαμινικός

σουλφαμινικός
-ή, -ό, Ν
βλ. σουλφαμικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σουλφαμικός — και σουλφαμινικός ή, ό, Ν φρ. «σουλφαμικό οξύ» και «σουλφαμινικό οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση, μονοβασικό οξύ που παρασκευάζεται με επίδραση αέριας αμωνίας σε τριοξείδιο τού θείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sulfamic (acid) < sulf(o) (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”